σκαλμίσκος

σκαλμίσκος
ο
μικρός σκαλμός.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σκαλμίσκος — ο, Ν ναυτ. 1. μικρή δέστρα για δέσιμο σχοινιών ή για σύσφιγξή τους, κν. κοτσανέλο 2. ξύλινο ατρακτοειδές εξάρτημα από το οποίο περνάει το σχοινί τών σημαιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκαλμός + υποκορ. κατάλ. ίσκος (πρβλ. οβελ ίσκος). Η λ. μαρτυρείται από το …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”